- βάρβαρ'
- βάρβαρα , βάρβαροςbarbarousneut nom/voc/acc plβάρβαρε , βάρβαροςbarbarousmasc/fem voc sgβάρβαραι , βαρβάραplasterfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BARBARI — I. BARBARI Asiae urbs circa Indi fluv. ostia. Ptol. Bermet Castaldo. Meti Resendio, qui eam insulam non urbem vocat, cum Ptolemaeo sit urbs in insula sita. Nunc a Sansone et aliis creditur Amedebatum, Urbs perampla regni Guzarati, sub Imperio M.… … Hofmann J. Lexicon universale
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
κάθω — (Α) βαρβαρ. τ. αντί καθίζω* … Dictionary of Greek
κορακιστί — (Α) επίρρ. στη γλώσσα τών κοράκων, κορακίστικα («μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθε, ὦ ἀνόητοι, καθάπερ τὰ παιδία», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + επιρρμ. κατάλ. ιστί με σημ. «στη γλώσσα» ή «με τρόπο» (πρβλ. βαρβαρ ιστί, ελλην ιστί)] … Dictionary of Greek
κρυότητα — και κρυγιότη, η (Μ κρυότητα και κρυότης και κρυότη) κρύο, παγωνιά, ψύχος μσν. κρυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + κατάλ. ότης (πρβλ. βαρβαρ ότης, καθαρ ότης). Ο τ. κρυγιότη < κρύγιος + κατάλ. ότης (πρβλ. αγρι ότη, νι ότη)] … Dictionary of Greek
κυνοκεφαλιστί — (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο τού κυνοκεφάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνοκέφαλος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. βαρβαρ ιστί, ιππ ιστί)] … Dictionary of Greek
πατριστί — Α επίρρ. πατρόθεν, από τον πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. βαρβαρ ιστί)] … Dictionary of Greek
ώσπερ — ὥσπερ, ΝΜΑ, και βαρβαρ. τ. ὤσπερ Α (τροπ. επίρρ.) (λόγιος τ.) όπως ακριβώς (α. «όρμησε ώσπερ μαινόμενος ταύρος» β. «τοῑς ἠτυχηκόσιν ὥσπερ ἐγώ», Δημοσθ.) αρχ. 1. παραδείγματος χάριν, λογουχάρη («ὅταν χορὸς... γίγνηται, ὥσπερ ὁ εἰς Δῆλον… … Dictionary of Greek